ἑπτάκι

ἑπτάκι
ἑπτάκις
seven times
poetic indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επτάκι(ς) — ἑπτάκις (AM) (Α και ἑπτάκι) επίρρ. 1. επτά φορές 2. για να δηλωθεί άπειρος αριθμός, τελειότητα, πληρότητα κ.λπ. («ἁμαρτωλός οὐχ ἑπτάκις μόνον ἀλλὰ καὶ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωρούμενος», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + κις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”